πούφ

πούφ
1. επιφ. фу!, фи!;
2. (τό ) пшик;

ένα πούφ βγήκε απ' αυτό — из этого получился пшик;

§ πήγε στα πούφ — всё прахом пошло


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πούφ" в других словарях:

  • πουφ — (I) Ν επιφών. 1. χρησιμοποιείται για να δηλώσει: α) αποστροφή, ενόχληση, αηδία, που προκαλείται συνήθως από δυσάρεστη οσμή β) χλευασμό 3. (με το αόρ. ουδ. αρθρ. ως άκλιτο ουσ.) ένα πουφ λέγεται για κάτι εντελώς ασήμαντο, ανύπαρκτο («τί βγήκε από… …   Dictionary of Greek

  • πουφ — επιφών. που εκφράζει ενόχληση ή αποστροφή: Πουφ! τι βρόμα είναι αυτή; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Σαλακρού, Αρμάν — (Salacrou). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος (Ρουέν 1899). Αφού πήρε πτυχίο φιλοσοφίας (1921), ανάπτυξε αρκετά πολύμορφη δραστηριότητα ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος του θεάτρου. Το πρώτο θεατρικό έργο του είναι Ο Καυχησιάρης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»